αφθονία

αφθονία
Η υπερεπάρκεια, η άφθονη παραγωγή. κοινωνία α. Λέγεται και κοινωνία της ευημερίας. Κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η τάση να εξασφαλιστεί υπερεπάρκεια των αγαθών. Η υπερεπάρκεια αυτή, που συνεπάγεται την ύπαρξη προσφοράς μεγαλύτερης από τη ζήτηση, δημιουργεί, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της τεχνικής, οικονομικές κρίσεις, που χαρακτηρίζονται από ανεργία και επιζήμιες πωλήσεις. Κατά τους οπαδούς των θεωριών της α., οι κρίσεις αυτές είναι αδύνατον να αποφευχθούν μέσα στα πλαίσια των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών και μόνο η εφαρμογή ριζοσπαστικών μέτρων μπορεί να πετύχει την κατανομή των αποθεμάτων των αγαθών, σύμφωνα με τις ανάγκες των πολιτών.
* * *
η (AM ἀφθονία) [άφθονος]
πλήθος, περίσσεια, υπερεπάρκεια
αρχ.
1. (κυρίως για προϊόντα) άφθονη παραγωγή, σε αντίθεση με την αφορία
2. το να μην αισθάνεται κανείς φθόνο για κάποιον ή κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀφθονία — ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc/acc dual ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίᾳ — ἀφθονίαι , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφθονία — η περίσσεια, πλήθος από όμοια πράγματα: Φέτος είχαμε αφθονία από φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφθονίας — ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem acc pl ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίαι — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίαν — ἀφθονίᾱν , ἀφθονία freedom from envy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονιῶν — ἀφθονία freedom from envy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίαις — ἀφθονία freedom from envy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίη — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίῃ — ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”