- αφθονία
- Η υπερεπάρκεια, η άφθονη παραγωγή.
κοινωνία α. Λέγεται και κοινωνία της ευημερίας. Κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η τάση να εξασφαλιστεί υπερεπάρκεια των αγαθών. Η υπερεπάρκεια αυτή, που συνεπάγεται την ύπαρξη προσφοράς μεγαλύτερης από τη ζήτηση, δημιουργεί, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της τεχνικής, οικονομικές κρίσεις, που χαρακτηρίζονται από ανεργία και επιζήμιες πωλήσεις. Κατά τους οπαδούς των θεωριών της α., οι κρίσεις αυτές είναι αδύνατον να αποφευχθούν μέσα στα πλαίσια των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών και μόνο η εφαρμογή ριζοσπαστικών μέτρων μπορεί να πετύχει την κατανομή των αποθεμάτων των αγαθών, σύμφωνα με τις ανάγκες των πολιτών.
* * *η (AM ἀφθονία) [άφθονος]πλήθος, περίσσεια, υπερεπάρκειααρχ.1. (κυρίως για προϊόντα) άφθονη παραγωγή, σε αντίθεση με την αφορία2. το να μην αισθάνεται κανείς φθόνο για κάποιον ή κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.